Νιμ

Νιμ
(Nimes). Πόλη (136.400 κάτ. το 2003) της Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Γκαρ (5.853 τ. χλμ., 646.000 κάτ. το 2003). Βρίσκεται σε μια εύφορη κυματοειδή και λοφώδη περιοχή, 40 χλμ. από την ακτή της Μεσογείου, στη συμβολή διάφορων σιδηροδρομικών γραμμών και αποτελεί σημαντικό γεωργικό κέντρο (φρούτα και κρασιά)· είναι επίσης έδρα βιομηχανιών χαλυβουργίας, μηχανών, ειδών διατροφής, χαλιών και ειδών ένδυσης. Ιστορία. Η N., που ιδρύθηκε σε έναν προϋπάρχοντα κελτικό οικισμό, το έτος 18 π.Χ. από τον Αγρίππα με την ονομασία Colonia Augusta Nemausensis, αποτέλεσε ακμαίο κέντρο της Γαλατίας, με ναούς, θέρμες, ένα αμφιθέατρο και άλλα κτίρια. Την εποχή του Αυγούστου, η πόλη περικλείστηκε με τείχος μήκους 6.000 μ. κι έφτασε στη μεγαλύτερη άνθησή της επί Αντωνίνου του Ευσεβούς. Καταστράφηκε από τους Βανδάλους το 407 και κατακτήθηκε από τους Βησιγότθους το 472. Κατελήφθη ύστερα από τους Φράγκους, ξαναγύρισε στους Βησιγότθους, για να περάσει στους Άραβες στο πρώτο μισό του 8ου αι. και ύστερα πάλι στους Φράγκους. Περιήλθε οριστικά στο γαλλικό στέμμα το 1271. Η αρχαιολογική σημασία των μνημείων της την ονόμασε Γαλλική Ρώμη. Μεταξύ αυτών διακρίνονται το ρωμαϊκό αμφιθέατρο (Arenes), ο λεγόμενος Τετράγωνος Οίκος (Maison Carree), ο Μέγας Πύργος (Tour Magne), η Πύλη της Άρλης (Porte d’Arles) και άλλα ρωμαϊκά οικοδομήματα, ο καθεδρικός ναός της Παναγίας και ο ναός του Αγίου Κάστορα από το 1096. Από τα μουσεία της, σημαντικά είναι το αρχαιολογικό, το προϊστορικό, της φυσικής ιστορίας, των Καλών Τεχνών και της Παλιάς Νιμ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμφιθέατρο — Οικοδόμημα για θεάματα, τυπικό της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Βασικά αποτελείται από μια ελλειπτική κονίστρα, την αρένα (ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν στρωμένη με άμμο και στα λατινικά, arena σημαίνει άμμος), γύρω από την οποία βρίσκονται σε κλιμακωτή …   Dictionary of Greek

  • Γκαρ — (Gard).Νομός (5.853 τ. χλμ., 623.125 κάτ. το 1999) της νότιας Γαλλίας. Το έδαφός του είναι ορεινό και το κλίμα του καθαρά μεσογειακό. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με τη δασοκομία και την εκτροφή βοοειδών. Καλλιεργούν επίσης δημητριακά στις… …   Dictionary of Greek

  • Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… …   Dictionary of Greek

  • Ουγενότοι — (γαλλ. Huguenots). Όνομα άγνωστης προέλευσης, με το οποίο χαρακτηρίζονταν οι Γάλλοι διαμαρτυρόμενοι κατά την περίοδο των θρησκευτικών συγκρούσεων του 16ου και 17ου αι. Όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ο γαλλικός προτεσταντισμός –κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • συνεταιρισμός — Ως γενικότερη έννοια, σ. είναι κάθε οργανωμένη σύμπραξη πολλών προσώπων που επιδιώκουν τον ίδιο, συγκεκριμένο σκοπό. Την ελευθερία της συγκρότησης τέτοιων ομάδων συνεργασίας για την επιδίωξη νόμιμων σκοπών εγγυούνται τα συντάγματα όλων των… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλίας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας που εδρεύει στο Παρίσι.Ιδρύθηκε το 1963 με την έκδοση Ιδρυτικού Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, στη δικαιοδοσία του οποίου και υπάγεται. Περιλαμβάνει,… …   Dictionary of Greek

  • Γκιζό, Φρανσουά Πιερ Γκιγιόμ — (Francois Pierre Guillaume Guizot, Νιμ 1787 – Βαλ Ρισέ 1874). Γάλλος πολιτικός και ιστορικός. Προερχόταν από οικογένεια Διαμαρτυρομένων και σπούδασε στη Γενεύη. Το 1805 μετέβη στο Παρίσι, όπου αναδείχτηκε πολύ γρήγορα. Το 1812 έγινε επιμελητής… …   Dictionary of Greek

  • Κλερισό, Σαρλ Λουί — (Charles Louis Clérisseau, Παρίσι 1722 – Οτέγ 1820). Γάλλος αρχιτέκτονας, ζωγράφος και διακοσμητής. Τα έργα του χαρακτηρίζονται για το ιδιαίτερο ύφος τους. Τα κυριότερα από αυτά βρίσκονται στις Σκανδιναβικές χώρες, στην Πολωνία, στη Ρωσία και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”